Καπιτωλίου

Καπιτωλίου
Καπιτώλιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ταρπηία — Ρωμαϊκή θεότητα του κάτω κόσμου, που γύρω της δημιουργήθηκε ένας μύθος. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ήταν κόρη του Ταρπήιου, φρούραρχου του Καπιτώλιου στον πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον των Σαβίνων. Μια μέρα βγήκε από το Καπιτώλιο για να πάρει νερό… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”